λησμονώ

λησμονώ
(ε), λησμονάω 1. μετ. забывать;
2. αμετ. 1) быть забывчивым; 2) (тк ενεστ. ) забываться, впадать в беспамятство;

λησμονεί από (τη) μιά ώρα στην άλλη — он быстро забывает, он очень забывчив;

λησμονιέμαι, λησμονιο(5μαι, λησμονούμαι

1) — быть забытым, кануть в Лету;

2) забываться, терять самообладание;

§ μάτια, πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов. с глаз долой, из сердца вон


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λησμονώ" в других словарях:

  • λησμονώ — λησμονώ, λησμόνησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. λησμονάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… …   Dictionary of Greek

  • λησμονώ — λησμόνησα, λησμονήθηκα, λησμονημένος, μτβ. και αμτβ. 1. ξεχνώ: Λησμόνησα να πάρω μαζί μου τα εισιτήρια. 2. αμελώ, αφαιρούμαι: Λησμόνησε να με ειδοποιήσει. 3. το μέσ., λησμονούμαι ή λησμονιέμαι πέφτω σε λήθη, με ξεχνούν: Οι νεκροί δεν πρέπει να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλησμονώ — ( άω και έω) λησμονώ, ξεχνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + λησμονώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλησμονιά] …   Dictionary of Greek

  • καταλήθομαι — (Α) (αποθ.) λησμονώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λήθομαι, μεταπλασμένος τ. τού λανθάνομαι «λησμονώ»] …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • μετεπιλανθάνομαι — (Μ) ξεχνώ, λησμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐπι λανθάνομαι «ξεχνώ, λησμονώ»] …   Dictionary of Greek

  • ξελησμονώ — και ξαλησμονώ, άω 1. λησμονώ, ξεχνώ 2. (το παθ.) ξελησμονιέμαι αφαιρούμαι («ξελησμονήθηκα με την κουβέντα και δεν τού τό είπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λησμονώ / αλησμονώ] …   Dictionary of Greek

  • ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • αλησμόνητος — η, ο (Α ἀλησμόνητος, ον) [λησμονῶ] αυτός που δεν λησμονιέται, δεν λησμονήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να λησμονηθεί, ο αξέχαστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»